- επανακαλώ
- (ε) (αόρ. επανεκάλεσα, παθ. αόρ. επανεκλήθην) μετ.1) вновь вызывать, приглашать; 2) призывать обратно, отзывать, возвращать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανακαλώ — (AM ἐπανακαλῶ, έω) ανακαλώ, μετακαλώ κάποιον εκ νέου, τόν επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση («επανακαλούνται όλοι οι αδειούχοι») μσν. σώζω αρχ. μσν. 1. επικαλούμαι επί πλέον («ἰήιον ἐπανακαλέω Παιᾱνα», Αισχύλ.) 2. απλώς επικαλούμαι … Dictionary of Greek
επανάκληση — η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ] επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάσταση μσν. επαναφορά στις αισθήσεις αρχ. 1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» προκαλώ επαναφορά, αντίδραση «ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek